εννεαπλασιάζω

εννεαπλασιάζω
[εννεαπλάσιος]
πολλαπλασιάζω επί εννέα, κάνω κάτι εννεαπλάσιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εννεαπλασιάζω — βλ. εννιαπλασιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εννέα, εννεάγωνο, εννεακόσια, εννεάμηνος, εννεαπλασιάζω, εννεαπλάσιος — εννέα βλ. εννιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εννιαπλασιάζω — εννιαπλασίασα, εννιαπλασιάστηκα, εννιαπλασιασμένος, και εννεαπλασιάζω πολλαπλασιάζω κάτι επί εννέα, κάνω κάτι εννιαπλάσιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”